Ἄκουσα καί διάβασα τόν χαρακτηρισμό «μπόν βιβέρ» γιά τόν Γιάννη Διακογιάννη
Δέν εἶναι «καλοπερασάκιας» ὅποιος ζεῖ σωστά! Ἀπό ποῦ κι ὥς ποῦ «μπόν βιβέρ» ὁ ἄνθρωπος πού ξέρει τί θά πεῖ «ἄνω θρώσκω»; Ὁ Διακογιάννης ἤξερε πῶς πρέπει νά διάγει τόν βίο του, ἕνας ἄνθρωπος πού ἐργάζεται σκληρά καί, συνεπῶς, ἕνας μορφωμένος καί πεπαιδευμένος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος τίμησε τό ἐπάγγελμα καί τούς γύρω του. Ἀλλά σέ ἕναν κόσμο πού διαμορφώνει πλέον τίς κοινωνίες του μέ τήν νοοτροπία καί τήν μεθοδολογία τῆς «μάζας», ὅποιος γνωρίζει τί θά πεῖ «εὖ ζῆν», ἀποκαλεῖται γαλλιστί μέ τόν ὡς ἄνω χαρακτηρισμό!
Δέν εἶναι «μπόν βιβέρ» ἐκεῖνος πού τό βράδυ, μετά ἀπό τήν κοπιώδη ἐργασία, ἀπολαμβάνει ἕνα καλό φαγητό καί ἕνα καλό κρασί, μέ μία καλή συντροφιά καί μέ καλή μουσική. Εἶναι ἕνας κανονικός ἄνθρωπος! Καί αὐτό ἦταν καί αὐτό ἤθελε νά δείξει στούς γύρω του ὁ «Ζανό», πού θά μεγάλωνε μέ «πιάνο καί γαλλικά», ἀλλά τελικῶς ἔμεινε χωρίς πιάνο, γιατί τό κλειδοκύμβαλο τῆς οἰκογενείας του πωλήθηκε στήν Κατοχή, προκειμένου νά ἐξασφαλισθοῦν τά πρός ἐπιβίωση! Τυχεροί ὅσοι τόν γνωρίσαμε ἐκ τοῦ σύνεγγυς καί μοιρασθήκαμε μαζί του σπονδές ἀκράτου οἴνου καί κομμάτια ἀπό μουσικές, βγαλμένες ἀπό τά βάθη τῆς ἀνθρώπινης, καλλιεργημένης ψυχῆς.
Ὁ Ζανό ἤξερε νά περιγράφει τά κατορθώματα τῶν διακόνων τοῦ ἀθλητισμοῦ, ἐπειδή, ὅταν μιλοῦσε γι’ αὐτά, στό μυαλό του τριγύριζαν οἱ εἰσαγωγές ἀπό τίς ὄπερες πού εἶχε ἀπολαύσει. Γνώριζε ὅτι ἕνα καλό πέρασμα τῶν ἐμποδίων, μοιάζει μέ ἕνα κοντσέρτο γιά βιολί τοῦ Παγκανίνι. Καί μία ἐπέλαση τοῦ Μαραντόνα ἤ τοῦ Πελέ συμβάδιζε μέ τό κρεσέντο τῆς «Ἐλαφρᾶς ταξιαρχίας» τοῦ Φράντς φόν Σουπέ!
Ὁ καλός μας διδάσκαλος εἶχε τήν πεποίθηση ὅτι οἱ μαῦροι ἀθλητές, πού σήκωναν τήν γροθιά τῆς διαμαρτυρίας στούς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες τοῦ Μεξικοῦ, ἔμοιαζαν μέ τόν Ὀθέλλο, καί τά κορίτσια πού κάλπαζαν στόν στίβο σάν γαζέλες, χόρευαν στούς ἤχους τῶν «Βαλκυριῶν» τοῦ Βάγκνερ!
Αὐτός ἦταν ὁ Γιάννης Διακογιάννης, πού γέμιζε τό ποτήρι μέ σκοῦρο κόκκινο κρασί, καί πίναμε στήν ὑγειά τῆς Ἰρένα Σεβίνσκα, ἤ μέ κουμανταρία, ὅταν ὁ ὀστεώδης Σταῦρος Τζιωρτζῆς τερμάτιζε ἕκτος στούς Ὀλυμπιακούς, βλέποντας τήν πλάτη τοῦ ὑπεραθλητοῦ Ἄκι Μπούα!
Ἀθεράπευτος θαυμαστής τοῦ Μάνου Χατζιδάκι, γνώριζε καλά ὅτι ὁ πόνος τοῦ ἀθλητῆ πού πέφτει στό τελευταῖο ἐμπόδιο καί χάνει τήν πρώτη θέση, ταίριαζε μέ τήν μελωδία τοῦ «Μάγκας βγῆκε γιά σεργιάνι» τοῦ Καλδάρα, παιγμένη ἀπό τόν Μάνο Χατζιδάκι στόν «Σκληρό Ἀπρίλη τοῦ ’45»!
Γιατί σέ τί διαφέρει ἕνα «δεκάρι» στόν στίβο (δρόμος 10.000 μέτρων) ἀπό ἕναν δίσκο τριάντα τριῶν στροφῶν, πού κυλάει ὅσο πιό γρήγορα γίνεται, ἀλλά ὄχι τόσο ὅσο στούς δρόμους ταχύτητας;
Δέν ὑπάρχει σήμερα αὐτή ἡ ἀθλητική δημοσιογραφία. Δέν μπορεῖ κανείς νά φωνάξει πιά γιά τό γκόλ τοῦ Καμάρα, πού ἦταν ποδοσφαιριστής ἀλλά συνάμα καί μαχόμενος δικηγόρος, ἤ νά μιλήσει μέ θαυμασμό γιά τά «βρεταννικά τάκλιν» τοῦ Σούρπη, ὁ ὁποῖος ἔπαιζε μέν ποδόσφαιρο ἀλλά ἦταν ὀρθοπεδικός ἰατρός!
Ὁ Διακογιάννης ἔδειξε πόσο ψηλά μπορεῖ νά φθάσει ἡ ἀθλητική δημοσιογραφία. Καί τοῦ εἴμεθα εὐγνώμονες γι’ αὐτό. Καλή δύναμη στήν Ὀντέτ, τήν κόρη πού ἔφτιαξε μέ τήν ἀγαπημένη του Βαρβάρα, καί τόν Μιχάλη, τόν γιό πού ἀπέκτησε ἀπό τόν πρῶτο του γάμο, στήν Γαλλία.
Θά τούς κοιτάζει τώρα, μέ ἐκεῖνο τό χαμόγελο, ἀπό ψηλά, μέ τήν Βαρβάρα καί τήν Ρίκα.
#np2022 #pdm2882