Βαθιά χαραγμένο με μελανά χρώματα παραμένει το αποτύπωμα που άφησε ο Χένρι Κίσινγκερ στα τραγικά γεγονότα της Κύπρου και της τουρκικής εισβολής το 1974.
Με το αξίωμα του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, ο Κίσινγκερ, μετά το ξέσπασμα της κρίσης του ’74 στην Κύπρο, όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, έσπευσε να στείλει τηλεγραφήματα στην Αθήνα και στην Αγκυρα, καθιστώντας σαφές ότι η Ουάσινγκτον δεν στηρίζει την ένωση Ελλάδας – Κύπρου.
Στο παρασκήνιο
Με μια απροκάλυπτη αντίληψη υπέρ των συμφερόντων της Αγκυρας, ο Κίσινγκερ επιδίωκε με κάθε του ενέργεια να καθησυχάζει και να ευνοεί του Τούρκους. Κινούμενος διαρκώς στο παρασκήνιο, είχε συμμετοχή στην τουρκική εισβολή, πιστεύοντας ότι η μακρά διάρκεια του Κυπριακού θα μπορούσε να λυθεί μέσω μιας ελεγχόμενης κρίσης, χωρίς οι ΗΠΑ ταυτόχρονα να χάσουν τον γεωστρατηγικό έλεγχο της ευρύτερης περιοχής. Στον τελευταίο τόμο των απομνημονευμάτων του ο Κίσινγκερ, αναφερόμενος στην Κύπρο, επιχείρησε να «ξεπλύνει» τις βαριές ευθύνες για όσα οδυνηρά συνέβησαν εκείνη την περίοδο στη Μεγαλόνησο, τονίζοντας ότι «η έκρηξη στο Νησί έγινε σε μια στιγμή που ουδείς την περίμενε, ούτε ο ίδιος ο Μακάριος».
Η πολιτική φιγούρα του Κίσινγκερ δεν επιτρέπει σε κανέναν να είναι βέβαιος για το ποιοι από εκείνους τους ισχυρισμούς τού τότε Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών αληθεύουν, ωστόσο από τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες των διπλωματών των Ηνωμένων Πολιτειών που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο εκείνες τις μέρες προκύπτει μια τελείως διαφορετική εικόνα από αυτήν που ο ίδιος ήθελε να παρουσιάσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της απέχθειας του Κίσινγκερ για την Ελλάδα αποτελούν όσα είχε αναφέρει ο Αμερικανός πρέσβης της Κύπρου Ουίλιαμ Κρόφορντ, ο οποίος είχε πάρει μέρος σε μία από τις κρίσιμες συναντήσεις του Αρχιεπίσκοπου Μακαρίου με τον Χένρι Κίσινγκερ στην Ουάσινγκτον. Ο Κρόφορντ θυμάται:
«Στάζοντας κυνισμό και αντιπάθεια, ο Κίσινγκερ χαιρέτησε τον Αρχιεπίσκοπο, όταν η λιμουζίνα σταμάτησε μπροστά στην πόρτα. “Μακαριώτατε, είμαι τόσο χαρούμενος που σας καλωσορίζω στην Ουάσινγκτον” του είπε. Ανεβήκαμε πάνω και ο Μακάριος καθόταν ξεκουράζοντας τα χέρια του πάνω στην ποιμαντορική του ράβδο και τότε ο Κίσινγκερ άρχισε να του λέει: “Μακαριώτατε, θέλω να ξέρετε ότι τρέφουμε μεγάλο σεβασμό για εσάς. Απλώς, όμως, πιστεύουμε ότι παραείστε μεγάλος για το νησί σας. Φυσικά -αν επιλέξετε- θα μπορούσατε να γίνετε πρόεδρος ή πρωθυπουργός της Ελλάδας όποτε θα σας βόλευε. Υποθέτω κάτι που θα μπορούσε να ενοποιήσει όλους τους Ελληνες πολιτικούς, Μακαριώτατε, θα ήταν η προοπτική να γινόσασταν Πρόεδρος της Ελλάδας ή πρωθυπουργός. Τώρα, από την άλλη πλευρά, αν ήσασταν γενικός γραμματέας της Σοβιετικής Ενωσης θα είχαμε πραγματικό πρόβλημα να έχουμε τέτοιο αντίπαλο, Μακαριώτατε”. Προφανώς και η συνάντηση δεν κατέληξε πουθενά. Μετά, καθώς κατέβαινα με το ασανσέρ, στριμωγμένοι (ο Αρχιεπίσκοπος και ο σωματοφύλακάς του, ο Κίσινγκερ και ο σωματοφύλακάς του και εγώ, ο υπουργός είπε στον Αρχιεπίσκοπο: “Μακαριώτατε, όταν είμαι μαζί σας στα αλήθεια αισθάνομαι ότι σας συμπαθώ”. Ο Αρχιεπίσκοπος τον κοίταξε ευγενικά και του είπε: “Δρ Κίσινγκερ, αυτό διαρκεί μόνο για 5 λεπτά μετά την αποχώρησή μου. Ετσι δεν είναι;”».
Αυτό το οποίο ήθελε να καταφέρει ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας ήταν να θέσει εκτός παιχνιδιού τον Μακάριο και να δώσει κάλυψη στην τουρκική εισβολή για να ικανοποιηθούν οι τουρκικοί στρατηγικοί στόχοι στο Κυπριακό, που ήταν η κατοχή ενός σημαντικού μέρους του νησιού και ο διαχωρισμός του πληθυσμού.
Εχθρικά αισθήματα
Ταυτόχρονα επιδίωκε μια πολιτική μετάβαση από το στρατιωτικό καθεστώς στην πολιτική εξουσία στην Ελλάδα, χωρίς να δοθεί η δυνατότητα σε εσωτερικές αντιαμερικανικές δυνάμεις, κυρίως στις δυνάμεις της Αριστεράς, να έρθουν στην εξουσία και να απειλήσουν τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Η καθοριστική συμβολή του Κίσινγκερ δημιούργησε, όπως ήταν προφανές, εχθρικά αισθήματα στους πολίτες της Ελλάδας και της Κύπρου.
Οι αντιδράσεις της ομογένειας και ο ιστορικός διάλογος με τον Καραμανλή
Η στάση των ΗΠΑ στην αιματηρή εισβολή προκάλεσε ένα ισχυρό κύμα αντιαμερικανισμού, στο οποίο πρωταγωνίστησε η ομογένεια. Στις 18 Αυγούστου του 1974 περισσότεροι από 30.000 ομογενείς διαδήλωσαν κοντά στον Λευκό Οίκο φωνάζοντας ασταμάτητα «δολοφόνε Κίσινγκερ».
Ο πανίσχυρος Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών εξέφρασε τη δυσφορία του γι’ αυτή την αντιμετώπιση, φοβούμενος παράλληλα ότι η επιρροή του ελληνοαμερικανικού λόμπι έθετε εμπόδια στην προώθηση της πολιτικής που επιθυμούσε. Ακόμη και η επιβολή εμπάργκο από το αμερικανικό Κογκρέσο στην παροχή εξοπλισμών στην Τουρκία ήταν για τον ίδιο και αποτέλεσμα της πίεσης που ασκήθηκε από την ομογένεια.
Έναν χρόνο μετά την εισβολή, στις 30 Ιουλίου 1975, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών Δημήτρη Μπίτσιο και τον διευθυντή του γραφείου του Πέτρο Μολυβιάτη, συναντήθηκε με τον Αμερικανό πρόεδρο Φορντ και τον Χένρι Κίσινγκερ στο Ελσίνκι. Ο Πέτρος Μολυβιάτης είχε αποκαλύψει ότι ο Κίσινγκερ διαμαρτυρήθηκε στον Καραμανλή για τις αντιδράσεις της ομογένειας προς το πρόσωπό του, με τους δύο ηγέτες να έχουν έναν ιστορικό διάλογο.
«Ο Καραμανλής, γυρίζοντας την πλάτη προς τον Κίσινγκερ και μιλώντας προς τον Φορντ, αλλά απαντώντας στις διαμαρτυρίες που μόλις είχαν διατυπωθεί από τον Αμερικανό ΥΠΕΞ, είπε: “They are American citizens, they can do whatever they want” (Είναι Αμερικανοί πολίτες, μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν)» ανέφερε ο τότε Ελληνας υπουργός Εξωτερικών.
Ο γερμανοεβραϊκής καταγωγής Κίσινγκερ «έφυγε» πλήρης ημερών τον Νοέμβριο του 2023 και παρά τις προσπάθειες να αποποιηθεί των ευθυνών του, οι πληγές των λαών που αιματοκύλησε παραμένουν, όπως σταθερό είναι το αίτημα για απονομή δικαιοσύνης στην Κύπρο.
#np2024 #PDM2882