ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗΣ (1927-1997)
Ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης γεννήθηκε στό χωριό Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) τῆς Παρνασσίδος στίς 18 Δεκεμβρίου τοῦ 1927, τρίτο ἀπό τά πέντε παιδιά τοῦ Χαράλαμπου καί τῆς Φωτεινῆς Μαλεβίτση. Τό ἐπάγγελμα τοῦ πατέρα του, σταθμάρχης σιδηροδρόμων, ἀπαιτοῦσε συχνές μετακινήσεις γιά ὅλη τήν οἰκογένεια. Ἔτσι ὁ Χρῆστος φοίτησε στό Δημοτικό Σχολεῖο τῆς Ξάνθης, στό Γυμνάσιο τῆς Ἔδεσσας, καί τό 1943 ἐξ αἰτίας τῆς κατοχῆς ἐπέστρεψε ἀναγκαστικά στή γενέτειρά του.
Μέχρι τά δεκαοκτώ του χρόνια γνώρισε τρεῖς παραδόσεις τοῦ ἑλληνικοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ: τίς παραδόσεις τῆς Θράκης, τῆς Μακεδονίας καί τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος. Οἱ ἐμπειρίες ἀπό αὐτούς τούς πολιτιστικούς κύκλους, πού τούς ἔζησε ὀργανικά ὡς μέλος τους, ἀποτελοῦν τά θεμέλια τῆς ὑπάρξεώς του. Μιά ἄλλη σειρά συνθηκῶν-ἐμπειριῶν, πού διαμόρφωσαν τόν συγγραφέα, εἶναι ἐκείνες πού ἔφερε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Ἡ ἱστορική καταιγίδα τοῦ πολέμου τόν πρόλαβε στίς πρῶτες τάξεις τοῦ γυμνασίου καί τόν ἀνάγκασε νά καταφύγει, ξεκινώντας ἀπό τή Μακεδονία, στή Ρούμελη, στό ὀρεινό χωριό τῶν γονέων του. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος: “… στίς ἐκκαθαριστικές ἐπιχειρήσεις τῶν γερμανικῶν στρατευμάτων κατοχῆς, οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἔσπευδαν νά κρυφτοῦν στά δάση. Ἔπαιρναν μαζί τους λίγα τρόφιμα καί ροῦχα γιά νά συντηρηθοῦν. Ἐγώ κουβαλοῦσα καί ἕνα σακκίδιο μέ βιβλία. Ἔτσι, κυνηγημένος ἀπό τούς συμπατριῶτες τοῦ Γκαῖτε καί τοῦ Ἑγέλου, στή σιγαλιά τοῦ ἀρχέγονου δάσους, ἄνοιγα τά βιβλία μου και βυθιζόμουν στόν κόσμο τους” (Χρῆστος Μαλεβίτσης, 1973). Τή συγκλονιστική ἐμπειρία τοῦ πολέμου, πού σημάδεψε τήν προσωπική του ζωή, περιγράφει ὁ ἴδιος στό βιβλίο «Ἡ τραγωδία τῆς ἱστορίας»: «Τόν Αὔγουστο τοῦ ’44, ἐπιστρέφοντας ἀπό νέο διωγμό πρός τά βουνά, βρήκαμε τό χωριό μας πυρπολημένο. Τό σπίτι πού γεννήθηκα κείτονταν στάχτη καί μαυρισμένες πέτρες. Ἀτμίδες καπνοῦ ἀνέθρωσκαν ἀκόμη ἀπό τά ἐρείπια. Ἡ μάνα μου ἔσκυψε ἐπάνω τους καί ἔσυρε θρῆνο σπαραχτικό. Ἤμασταν πέντε ψυχές σέ τόπο ὀρεινό, χωρίς στέγη. Τόν πατέρα μου τόν εἶχαν ἐκτελέσει οἱ γερμανοί, τήν ἄνοιξη τοῦ ἴδιου χρόνου».
Ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης σπούδασε οἰκονομικές καί ἐμπορικές ἐπιστῆμες στήν Ἀνωτάτη Ἐμπορική Σχολή Ἀθηνῶν. Στά φοιτητικά του χρόνια (1946-1950) γράφει ποίηση μέ τό ψευδώνυμο «Φρίξος Ζαγγανάς» καί λίγα χρόνια ἀργότερα τά «Γράμματα στήν ἀγαπημένη». Ἡ ἐπαγγελματική του σταδιοδρομία στόν δημόσιο τομέα ἀρχίζει ἀπό τό 1958 στό Ὑπουργεῖο Συντονισμοῦ, ὅπου ἐργάστηκε ἐπί τριανταπέντε χρόνια καί ὅπου διετέλεσε διευθυντής τῆς Ἐθνικῆς Στατιστικῆς Ὑπηρεσίας. Στό διάστημα αὐτό, ἀποσπάστηκε γιά ἕνα χρόνο στό Ἰνστιτοῦτο Κοινωνικῶν Μελετῶν τῆς Χάγης (1960-1961) καί στά Γραφεῖα τοῦ Ο.Η.Ε. στή Γενεύη (1966-1967), ὅπου φοίτησε στό Κέντρο “Hautes Έtudes Internationales”.
Ἔζησε στή Φιλοθέη Ἀττικῆς μέ τήν σύζυγό του Βασιλική Μαυρομμάτη καί τόν γιό τους Κωνσταντῖνο, ἀπό τό 1963 μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, τόν Μάρτιο τοῦ 1997. Κατά τό διάστημα αὐτό εἶδαν τό φῶς τῆς δημοσιότητας περισσότερα ἀπό εἴκοσι βιβλία δοκιμίων καί δέκα βιβλία μεταφράσεων κλασικῶν ἔργων τῆς σύγχρονης σκέψης, πού ἀποτελοῦν μιά διαλεκτική σύνθεση τοῦ νεοελληνικοῦ μέ τό δυτικοευρωπαϊκό στοιχεῖο. Ἡ ἐνεργός συγγραφική του δράση ἀρχίζει τό 1965: Συνεργάζεται μέ τό περιοδικό «Ἐποχές» ἐκδίδοντας κείμενο μέ θέμα «Πρός μιά νέα θεότητα». Τόν ἴδιο χρόνο δημοσιεύει τό πρῶτο του βιβλίο, μέ τόν τίτλο «Προοπτικές». Κατά τή δεκαετία τοῦ ’70 ἐπεξεργάζεται τή μετάφραση δέκα ξένων φιλοσοφικῶν βιβλίων, τῶν Μπερντιάεφ, Γιάσπερς, Χάιντεγκερ καί ἄλλων κορυφαίων διανοητῶν, μέ στόχο νά διευρύνει τόν φιλοσοφικό στοχασμό στήν Ἑλλάδα καί νά παιδαγωγήσει τή νεολαία.
Ὡστόσο, ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης ὑπῆρξε κατ’ ἐξοχήν δοκιμιογράφος. Τά ἔργα του, δημιούργημα τῆς πνευματικῆς του ἀνησυχίας, ἀποτελοῦν τομές στή συνείδηση τῆς ἐποχῆς μας. Ὅπως ὁ ἴδιος διευκρινίζει στούς ὑποτίτλους τῶν βιβλίων του, πρόκειται γιά μικρά δοκίμια μέ μεγάλα θέματα, δοκίμια τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα, δοκίμια σύγχρονου προβληματισμοῦ, δοκίμια μεταϊστορικοῦ προβληματισμοῦ, δοκίμια αἰχμῆς γιά τήν πνευματική κατάσταση τῆς ἐποχῆς μας ή γιά τήν ἔσχατη μέριμνα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης διετέλεσε μέλος τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου, τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφικῆς Ἑταιρείας, τῆς Ἐθνικῆς Ἐταιρείας Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν καί τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτιστικοῦ Κέντρου Δελφῶν. Ὑπῆρξε τακτικός συνεργάτης τῆς ἐφημερίδας «Καθημερινή», ἀρθρογραφώντας ἀπό τό 1986 μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, καθώς καί μόνιμος συνεργάτης τοῦ περιοδικοῦ «Εὐθύνη», περιοδικοῦ ἐλευθερίας καί γλώσσας. Ἀπό τό 1974 συγκροτεῖ ὁμάδα, μέ τόν Κ. Τσιρόπουλο καί τόν Π. Φωτέα, πού ἐπί εἰκοσιδύο χρόνια κάθε μήνα δημοσιεύει στήν «Εὐθύνη» κείμενα πνευματικοῦ προβληματισμοῦ. Πραγματοποίησε μεγάλο ἀριθμό ὁμιλιῶν και διαλέξεων στόν ἑλληνικό χῶρο (Πνευματικό Κέντρο τοῦ Δήμου Ἀθηναίων, Χ.Ε.Ν. Ἀθηνών, Ἵδρυμα Γουλανδρῆ-Χόρν) μέ θέματα φιλοσοφικού περιεχομένου, ὅπως «Φιλοσοφία τοῦ Πολιτισμοῦ», «Φιλοσοφία καί Θρησκεία», «Τό Δημοτικό Τραγούδι ὡς περιεχόμενο τῆς συνειδήσεως τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ».
Ἡ σεμνή αὐτή παρουσία στά ἑλληνικά γράμματα, ταπεινά καί ἀθόρυβα ἄντλησε ἀπό τούς θησαυρούς τῆς θρησκείας, τῆς φιλοσοφίας καί τῆς τέχνης, ἀφήνοντας ἐκτενές καί ἀξιόλογο δοκιμιακό καί μεταφραστικό ἔργο. Ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης δέν θέλησε νά προσχωρήσει σέ κανένα σύστημα, ἀλλά προτίμησε νά εἶναι ἀνεξάρτητος καί ἐλεύθερος στοχαστής. Δέν φοίτησε σέ Σχολές Φιλοσοφίας, ἀλλά ἐπέλεξε γιά δασκάλους του τά μεγάλα πνεύματα τῆς ἀνθρωπότητας, τούς ἀρχαίους τραγικούς, τόν Πλάτωνα, τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, τούς Κάντ, Χέγκελ, Νίτσε, Ντοστογιέφσκι, Χάιντεγκερ. Γράφει ὁ ἴδιος στό βιβλίο «Ἡ τραγωδία τῆς ἱστορίας»: «Ἀνέστιοι καί ριζικά ἀνασφαλεῖς, μέ ἐπικείμενο τόν κίνδυνο νά καταποντισθοῦμε στό μηδέν, μέ ἀπωλεσμένη τήν προσδοκία τῆς σωτηρίας, μποροῦμε νά ἀνέλθωμε πρός τις κορυφαῖες συνειδήσεις καί νά ἀνοίξωμε διάλογο μαζί τους· περαιτέρω, μποροῦμε νά κοινωνήσωμε ἀπό τήν πικρή συλλογή τους καί ἔτι περαιτέρω, μποροῦμε νά ἀγαπήσωμε, τόσο πιό πολύ ὅσο περισσότερο συναισθανόμαστε ὅτι πολιορκούμαστε ἀπό τό μηδέν» .
Ἀναδεικνύοντας τήν ἀρτιότητα καί τήν εὐρύτητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὁ στοχαστής μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἱερότητα τοῦ πνεύματος, στά ὀνειρικά τοπία τοῦ μύθου καί στά λησμονημένα ἀρχέτυπα τῆς ψυχῆς. Ὁ λόγος του γίνεται ἄλλοτε ἐπιβλητικός ἤ τραγικός, ἄλλοτε καθοδηγητικός ἤ παρηγορητικός. Λόγος διεισδυτικός καί ἀφυπνιστικός. Ἡ δοκιμιακή του προσφορά τιμήθηκε μέ τό Βραβεῖο τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τράπεζας τό 1972, μέ Κρατικό Βραβεῖο Δοκιμίου τό 1974, μέ Βραβεῖα τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν τό 1978, τοῦ Ἱδρύματος Κ. Οὐράνη τό 1990 καί μέ ἄλλες διακρίσεις.
#np2023 #pdm2882