#mazimprosta

Ρητορική και Δημοκρατία

Βρισκόμαστε σε μια εκτεταμένη προεκλογική περίοδο άρα είναι σημαντικό να αναφέρουμε την απόλυτη και καθοριστική σύνδεση της πολιτικής με την ρητορική τέχνη, από την αρχαιότητα έως και σήμερα!

Η Τέχνη της Πειθούς ή αλλιώς Ρητορική, έπαιξε και παίζει πρωτεύοντα ρόλο σε μια χώρα που αυτοπροσδιορίζεται ως δημοκρατική.

Στον Επιτάφιο που εκφώνησε το 431 πχ προς τιμήν των πεσόντων κατά το πρώτο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου,  ο Περικλής  εγκωμιάζει τη πόλη εξαιρώντας το ρόλο του λόγου στη διαβούλευση και στη λήψη αποφάσεων:

“Είμαστε οι ίδιοι εμείς πάλι που παίρνουμε πολιτικές αποφάσεις ή τουλάχιστον σχηματίζουμε σωστή γνώμη για τα πράγματα, γιατί νομίζουμε ότι την πράξη δε τη βλάπτει η συζήτηση αλλά το να μην καταποτιστεί κανείς πρώτα διαμέσου της συζήτησης, σχετικά με ότι πρέπει να πραχθεί” [1]

Σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι δε δίσταζαν να αφιερώνουν πολύ χρόνο στην ανταλλαγή απόψεων προτού ψηφίσουν στις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου, η οποία συνεδρίαζε στο λόφο της Πνύκας σαράντα φορές το χρόνο.

Οι Αθηναίοι μιλούν προτού περάσουν στη πράξη & στοχάζονται προτού περάσουν στη δράση (ας μην ξεχνάμε ότι αν μια πόλη δικαιούται να φέρει το απόλυτο brand name της Δημοκρατίας ήταν & θα είναι η πόλη της Αθήνας): η άνω περιγραφή του χαρακτήτα των συμπολιτών του ισχύει κάτα κάποιο τρόπο & για τον ίδιο τον Περικλή, ο οποίος χωρίς να δηλώνει, πλέκει και το εγκώμιο του εαυτού του με πρόσχημα την εξύμνηση της πόλης. Ο Θουκυδίδης τον παρουσιάζει συχνά ως ρήτορα που διαφωτίζει το πλήθος & του δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές για τη λήψη των αποφάσεων. Είναι φανερό ότι η τέχνη της ομιλίας – ή της σιωπής ενίοτε- αποτελεί το δεύτερο θεμέλιο μιας εξουσίας.

Ένας πολιτικός λοιπόν διαχρονικά παραμένει το κατεξοχήν πρότυπο του δημοσίου ομιλητή ο οποίος είναι προικισμένος με ρητορικές ικανότητες που του επιτρέπουν να επιβάλλεται αλλά και να διαπαιδαγωγεί. Για παράδειγμα, ο Περικλής, χειριζόταν πολύπλοκους ρητορικούς κώδικες. Ο λόγος και οι χειρονομίες του, έδιναν την εικόνα ενός μετρημένου ομιλητή , η απάθειά του ωστόσο, εκλαμβανόταν από τους αντιπάλους του ως υπεροψία, ή ακόμα και ως έκφραση της περιφρόνησης ενός αριστοκράτη για τον λαό.

Ο πολιτικός ο οποίος είναι ασκημένος στην τέχνη του λόγου, κατέχει εξίσου καλά της τέχνη της σιωπής, γνωρίζει δηλαδή πότε πρέπει να αφήσει να μιλήσει στη θέση του κυρίως οι πολιτικοί του σύμμαχοι, με σκοπό να μην κορεστεί ο λαός από την παρουσία του. Προτιμά να μένει για λίγο στο περιθώριο, έτσι ώστε οι σπάνιες δημόσιες εμφανίσεις του να είναι πιο επίσημες και εντυπωσιακές. Αυτές οι διαφορετικές πτυχές της παρουσίας του ως ρήτορας, σε συνδυασμό μεταξύ τους, καταστούν σχεδόν ακαταμάχητη την επιρροή ενός πολιτικού στο λαό.

Η Αθηναϊκή Δημοκρατία σεβόταν την αρχή της ισηγορίας, πρόσφερε δλδ σε όλους τους πολίτες ισότιμη πρόσβαση στον δημόσιο λόγο. Στην αρχή κάθε συνεδρίασης της Εκκλησίας του Δήμου, & μετά τον εξαγνισμό της Πνύκας με μια θυσία, ο κήρυξ προχωρούσε & στεκόταν μπροστά στους συγκεντρωμένους Αθηναίους έπειτα από μια προσευχή και μια κατάρα για όσους θα επιχειρούσαν να παραπλανήσουν τον λαό αναφωνούσε: “ Τις αγορεύειν βούλεται; ” . Ο πολίτης που επιθυμούσε να πάρει το λόγο έβαζε στο κεφάλι του ένα στεφάνι από μυρτιά, έχοντας πλέον το απαραβίαστο & απευθυνόταν απευθείας στο λαό για να προτείνει κάποιο ψήφισμα. Κάθε πολίτης μπορούσε να πάρει το λόγο με τη σειρά του για να απαντήσει στον προηγούμενο ομιλητή: η διεξαγωγή μιας συνέλευσης έμοιαζε με ρητορική αντιπαράθεση (αγών) υπό το βλέμμα των θεών και της πόλης.

Η αρχή της ισηγορίας ευνοούσε την ισότητα, στην πραγματικότητα όμως έκρυβε στο εσωτερικό της ισχυρές ιεραρχίες. Πρώτα απ όλα αν πιστέψουμε τον ρήτορα Αισχίνη, οι νόμοι της Αθήνας καθόριζαν τη σειρά με την οποία μπορούσε να πάρει κανείς το λόγο, με γνώμονα την ηλικία [2] : οι μεγαλύτεροι σε ηλικία πολίτες είχαν το δικαίωμα να μιλούν πρώτοι, γεγονός που έδινε ιδιαίτερο βάρος στα λόγια τους. Επίσης λίγοι ήταν οι Αθηναίοι που τολμούσαν να μιλήσουν δημόσια: ένας ομιλητής που δεν κατείχε την τέχνη του λόγου κινδύνευε να γελοιοποιηθεί και να εκτεθεί στον θόρυβο, την οχλαγωγία στην οποία αναφέρονται συχνά οι δικανικοί λόγοι.[3] Εξάλλου, ο δημόσιος λόγος ενείχε έναν κίνδυνο νομικής φύσεως: κάθε ομιλητής ήταν υπόλογος ενώπιον των δικαστηρίων για τις εισηγήσεις που υπέβαλλε ζητώντας την έγκριση του λαού. Ακόμα και αν η άποψή του θριάμβρευε στην Εκκλησία του Δήμου, οι αντίπαλοι του μπορούσαν να ασκήσουν εκ των υστέρων δίωξη εναντίον του, καταγγέλλοντας τον για παρανομία και κινώντας μια ειδική διαδικασία, τη γραφήν παρανόμων, η οποία θεσπίστηκε πιθανόν από τον Εφιάλτη, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του 462 πχ. Σε περίπτωση καταδίκης, επιβαλλόταν στον ομιλητή βαρύ πρόστιμο ή ακόμα και η ποινή της ατιμίας, ήτοι της ολικής ή μερικής στέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων. Κανείς λοιπόν, δεν έπαιρνε το λόγο, χωρίς πρώτα να έχει ζυγίσει προσεκτικά τα υπέρ & τα κατά.

Το να ανέβει κανείς στο βήμα αποτελούσε προσωπική απόφαση. Το ρίσκο ήταν μεγάλο, ιδίως από τη στιγμή που δεν υπήρχαν οργανωμένα πολιτικά σχήματα, στην υποστήριξη των οποίων θα μπορούσε να υπολογίζει ο ομιλητής. Παρόλο που οι ιστορικοί τείνουν συχνά να περιορίζουν τον αθηναϊκό πολιτικό βίο στην αντιπαράθεση δύο στρατοπέδων – των ολιγαρχικών & των δημοκρατικών- δεν υπήρχαν, απ όσο γνωρίζουμε, συγκροτημένα πολιτικά κόμματα, με καθορισμένο πρόγραμμα και σταθερή οργάνωση.[4] Eίναι γεγονός, ότι είχαν σχηματιστεί φατριές γύρω από κάποιους εξέχοντες πολίτες με μεγάλη επιρροή, οι ομάδες αυτές όμως παρέμεναν βραχύβιες & ανεπίσημες. Οι συμμαχίες σχηματίζονταν & διαλύονταν ανάλογα με τις περιστάσεις και τα θέματα προς συζήτηση.

Σε ένα ρευστό πλαίσιο, η καλή γνώση της ρητορικής τέχνης αντιπροσώπευε ή και ακόμα αντιπροσωπεύει και τότε αλλά και σήμερα, ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα για όποιον τολμά να ανέβει στο βήμα. Αυτός είναι μάλιστα και ο λόγος που τα μαθήματα που παρέδιδαν οι σοφιστές ή τα μαθήματα σχετικά με τη τέχνη της πειθούς σήμερα, είχαν και έχουν τεράστια επιτυχία.

Κατά την αρχαιότητα οι σοφιστές, περιόδευαν από πόλη σε πόλη, είχαν αποστολή να διδάξουν έναντι αδρής αμοιβής, τον χειρισμό του λόγου σε κάθε πιθανή περίσταση. Κατά τη μακρά παραμονή του στην Αθήνα, ο σοφιστής Γοργίας από τος Λεοντίνους της Σικελίας λέγεται ότι έδωσε τον εξής ορισμό της ρητορικής τέχνης: “Aναφέρομαι στη δύναμη να πείθει κανείς (το πείθειν) χάρη στον λόγο, τους δικαστές στο δικαστήριο, του Βουλευτές στη Βουλή και το σύνολο των πολιτών . Με δύο λόγια στη δύναμη να πείθει κανείς, όσους προσέρχονται σε οποιαδήποτε συνάθροιση πολιτών” [5] Ένας πολίτης μπορεί  να “εξουσιάζει τον Δήμο με τη γλώσσα του (γλώσση κατασχών δήμον)”, άρα αυτός ήταν ο σκοπός των ρητόρων που είχαν σπουδάσει στις αντίστοιχες ρητορικές σχολές.

Στο σήμερα,  η κατάσταση των πολιτικών ανδρών είναι φτωχή, ολίγη και απογοητευτική ως άτομα, που δεν διαθέτουν σφριγηλό λόγο στον πολιτικό στίβο, κατάλληλη παιδεία, ανάλογη μόρφωση ώστε να μπορούν να χειριστούν το δημόσιο λόγο & να μπορούν να πείσουν όχι μόνο έναν λαό αλλά και τους πολιτικούς τους αντίπαλους. Η Ελληνική Γλώσσα, η γλώσσα που και οι θεοί ομιλούν, είναι τόσο πλούσια σε λεξιλόγιο προσφέροντας αφειδώς τη δυνατότητα αποτύπωσης ιδεών & συλλογισμών, χρωματίζοντας αισθήματα & δημιουργώντας εικόνες μέσω του λόγου. Το φτωχό λεξιλόγιο, η αδυναμία εκφοράς ενός δυνατού λόγου, ικανού να μεταφέρει απαράμιλλες ιδέες & σκέψεις είναι σύμπτωμα της εποχής.

Η Ρητορική Τέχνη απαιτεί επιχειρήματα, συναισθήματα, καθαρό λόγο, συγκροτημένη σκέψη, λεπτομέρειες, αποδείξεις. Η ρητορική τέχνη δε ταυτίζεται με τη δημαγωγία.

Η ρητορική τέχνη στη Δημοκρατία, ανήκει σε λαό με ταυτότητα, πάθος & μαχητικότητα λόγου.

[1]    Θουκυδίδης, Β40, 2

[2]    Αισχίνης, Κατά Κτησιφώντος, 3,2

[3]    Αισχίνης, ο.π. Για μια ανάλυση της δημοκρατικής οχλαγωγίας, βλ Επίλογος, σελ. 365-367

[4]    Δυο πολίτες μπορεί να πρότειναν το ίδιο ψήφισμα, αυτά όμως δεν σήμαινε επ’ουδενι οτι συμφωνούσαν σε όλα τα πολιτικά θέματα: όπως συνέβη, πχ στην περίπτωση του Δημάδη και του Λυκούργου τον 4αιωνα. Βλ σχετ P. Brurn, l’orateue Demade. s. 135-136

[5]    Πλάτων Γοργίας 452e

#np2023 #pdm2882

Μοιράστε το άρθρο

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Μετάβαση στο περιεχόμενο