Ὁ παλιός φίλος καί συνεργάτης στήν ΕΡΤ μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, πού κατοικεῖ τόν τελευταῖο καιρό μονίμως στήν Πάτρα, δημοσίευσε μιά φωτογραφία τῆς ὁδοῦ Πανεπιστημίου, στήν περιοχή τῶν Σινεμά καί τοῦ θεάτρου Rex.
«Μιά ματιά στήν παλιά Ἀθήνα, στήν ὁδό Πανεπιστημίου ὅταν οἱ κινηματογράφοι προσείλκυαν χιλιάδες θεατές πού στέκονταν στήν οὐρά γιά νά προμηθευθοῦν εἰσιτήριο. Στήν σειρά ἦταν τό Ἰντεάλ, τό Rex, ἡ Τιτάνια καί στήν ἀπέναντι πλευρά τοῦ δρόμου τό Πάνθεον καί τό λαϊκό Μοντιάλ πού ἔπαιζε δύο περιπετειώδεις ταινίες μέ ἕνα εἰσιτήριο. Ὅταν ἀνέβαινα στό κέντρο (ἀπό τήν Καλλιθέα πού μέναμε), νόμιζα πώς πήγαινα στό …Χόλυγουντ.Ἡ Ἀθήνα δέν εἶναι πιά ὅπως τή θυμᾶμαι. Δέν ξέρω ἄν εἶναι χειρότερη ἤ καλύτερη. Ἁπλῶς δέν εἶναι ὅπως ἦταν.Πήραμε μιά μικρή γεύση τίς προάλλες μέ τήν σύντομη ἐπίσκεψή μας. Αἰσθάνθηκα ξένος στήν πόλη πού γεννήθηκα!»…
Πράγματι, ἡ φωτογραφία εἶναι ἐντυπωσιακή. Πνιγμένη στό φῶς ἡ Πανεπιστημίου, ὁλόλαμπρες οἱ φωτεινές ἐπιγραφές καί ὑπέροχες οἱ «ταμπέλες-ἔργα τέχνης» τῶν κινηματογράφων…
Πῶς σκοτείνιασε ἔτσι ἡ ζωή μας; Πῶς τότε, μέ λιγότερα χρήματα, μέ χαμηλότερα εἰσοδήματα, μέ δυσκολίες πολλές, τά κατάφερνε ὁ κόσμος καί πήγαινε στό σινεμά, καλοντυμένος, πήγαινε στά θέατρα, πάντα μέ ντύσιμο κατάλληλο, ἀπολάμβανε μιά πάστα, ἕνα παγωτό, μιά μπύρα στό «Ἄλσος» καί θαύμαζε ὅλο σχεδόν τό καλλιτεχνικό στερέωμα τῆς ἐποχῆς; Γιατί ἐξαφανίζουμε τούς κινηματογράφους; Γιατί δέν φωτίζουμε τούς δρόμους; Γιατί συμπορευόμαστε μέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν μιά ζωή καί μιά κοινωνία «ἀριθμῶν» καί ὄχι οἰκογενειῶν, μιά κοινωνία μονάδων, καταργῶντας τίς παρέες, τίς συντροφιές, τίς βεγγέρες στά σπίτια, τά πάρτυ καί τίς ὀνομαστικές ἑορτές;
Πῶς φθάσαμε στό σημεῖο νά ἀποθεώνουμε «ἀλεξιπτωτιστές» πού «δέν τούς ξέρει οὔτε ἡ μάνα τους», νά μᾶς ἀρκεῖ ἕνα βίντεο, μιά καλή φωτογραφία καί ἕνα φωτεινό χαμόγελο γιά νά ἀποθέσουμε τίς ἐλπίδες μας; Γιατί παραδοθήκαμε στόν Μολώχ τῆς ἀτομικότητας, βάζοντας πάνω ἀπ’ ὅλα τήν καρριέρα; Γιατί δέν μᾶς τρομάζει πλέον ἡ ὑπογεννητικότητα καί ἐνῷ βλέπουμε νά πλησιάζει τό τέλος τῆς φυλῆς, σφυρίζουμε ἀδιάφορα; Γιατί ἀποδεχόμαστε ἀγόγγυστα τήν πορεία πρός τήν κοινωνία τοῦ «γονέας 1» καί «γονέας 2», ἀφήνοντας στό περιθώριο τίς ὑπέροχες λέξεις καί ἔννοιες «πατέρας», «μητέρα»; Ἀλήθεια, πῶς θά ἀποκαλεῖται ὁ παπποῦς καί ἡ γιαγιά στήν κοινωνία τῶν ἀριθμῶν; Θά ποῦν πάλι ὁρισμένοι ὅτι «ὁ κόσμος πάει μπροστά». Σύμφωνοι, ἀλλά ἄν τό μπροστά καταλήγει σέ βάραθρο δέν πρέπει νά ὑπάρξει κάποιας μορφῆς πρόνοια; Μιά παράκαμψη, ἕνα σῆμα κινδύνου; «Πάντα ὑπῆρχαν αὐτά, ἀλλά ὑπῆρχε καί ὑποκρισία» ἰσχυρίσθηκε χθές μέλος τῆς καθημερινῆς μας συντροφιᾶς.
«Μήπως δέν ἦταν ὑποκρισία, ἀλλά ὑπῆρχε, ἡ ἔννοια τῆς “αἰδοῦς” τήν ὁποία ἔχουμε μηδενίσει;» ἦταν ἡ ἄποψη ἄλλου φίλου. Ὅλες οἱ ἀπόψεις εἶναι σεβαστές, ἀλλά ἀκόμη δέν ἔχω καταλάβει τί ἀκριβῶς ἐννοοῦμε ὅταν μιλᾶμε γιά «πρόοδο». Ἐκτός ἐάν θεωροῦμε «πρόοδο» τό ὅτι μποροῦμε «νά μιλᾶμε χωρίς νά μιλᾶμε», ἀνταλλάσσοντας μηνύματα στό «κινητό» ἤ νά καταργήσουμε τά φῦλα καί νά ἔρχονται τά παιδιά μέ «ντρόουν» στό σπίτι , διά τῆς κλωνοποιήσεως…
#np2023 #pdm2882