#mazimprosta

Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι πρόκειται ἁπλῶς γιά μόδα

Στά χρόνια μας δέν εἴχαμε Ἡμέρα τοῦ πατέρα. Οὔτε Ἡμέρα τῆς μητέρας εἴχαμε. Εἴχαμε, ὅμως, τήν Γιορτή τῆς μητέρας!

Κάναμε ἰδιαίτερη γιορτή στό σχολεῖο. Λέγαμε καί τά γνωστά ποιήματα. Μάνα, κράζει τό παιδάκι, μάνα ὁ γυιός καί μάνα ὁ γέρος, ἔλεγαν οἱ στίχοι τοῦ Γεωργίου Μαρτινέλλη, πού τούς μαθαίναμε ὅλα τά παιδιά ἀπ’ ἔξω κι ἀνακατωτά…

Ἦταν, ὅμως, μία ἄλλη κοινωνία. Δέν εἶχε ἀνάγκη ἀναγνωρίσεως ὁ πατέρας, οὔτε τῆς δικῆς του ἡμέρας. Ἡ μητέρα ἦταν τό πρόσωπο πού κέρδιζε, χωρίς ἀμφιβολία, μέ τό σπαθί της τήν γιορτή της, τίς πρῶτες ἡμέρες τοῦ Μαΐου.

Καί δέν ὑπῆρχε παιδί πού νά μήν πάει τό μεσημέρι στήν μητέρα του λίγα λουλούδια! Στό δικό μας τό σχολεῖο, κάθε παιδί, στό σχόλασμα τῆς ἡμέρας τῆς μητέρας, ἔπαιρνε ἕνα μικρό ματσάκι μέ λουλούδια, τά ὁποῖα ἀγόραζε ἡ ἰδιοκτήτρια τοῦ σχολείου καί τά παιδιά τά πήγαιναν σπίτι μέ μιά εὐχετήρια καρτούλα, πού τήν ἔφτιαχναν μόνα τους, στό μάθημα τῆς Χειροτεχνίας. Τότε, στά σχολεῖα, διδασκόταν ἡ Χειροτεχνία, ἀλλά καί ἡ Ξυλοκοπτική! Ἐπειδή ἡ Ἑλλάδα ἔβγαζε καί τεχνῖτες, ὄχι μόνον ἐπιστήμονες.

Ὁ πατέρας, λοιπόν, ἦταν ἐκεῖνος πού ἐργαζόταν καί ἔφερνε τό ψωμί στό σπίτι. Ἦταν, δηλαδή, ὁ ἐμφανῶς ἐργαζόμενος, καθώς τό 90% τῶν Ἑλληνίδων μέχρι τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’60 ἤ δέν ἐργαζόταν ἤ δούλευε στό σπίτι. Ὄχι, δέν ἐννοοῦμε τό νοικοκυριό. Ὑπῆρχαν πολλές μοδίστρες, ἀρκετές κομμώτριες, οἱ ὁποῖες δέν εἶχαν ἐπιχειρήσεις, ἀλλά ἔραβαν ἤ χτένιζαν τίς ἄλλες γυναῖκες στό σπίτι τους! Οὔτε ἀποδείξεις οὔτε βιβλία. Τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά! Δηλαδή εἶχαν καί κουμαντάριζαν μιά μικρή –μονοπρόσωπη– ἐπιχείρηση, χωρίς μητρῶα, χωρίς φόρο μισθωτῶν ὑπηρεσιῶν, χωρίς ἀριθμό φορολογικοῦ μητρώου. Ἀλλά ἔφερναν χρῆμα στό σπίτι, ἴσως περρισσότερο ἀπό ὅσο ἔφερνε ὁ δουλευτής ἄνδρας, ὁ ὁποῖος, ὅμως εἰσέπραττε τήν δόξα καί τήν τιμή. Ἦταν ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ, ἦταν ἡ κολώνα τοῦ σπιτιοῦ, ἦταν ἐκεῖνος πού ἀργότερα θά ἔπαιρνε τήν σύνταξη γιά νά ζήσει τό ζευγάρι. Τί νά τήν κάνει τήν Γιορτή τοῦ πατέρα; Γιά ἐκεῖνον ἦταν ὅλα δόξα καί τιμή, πού λέει ὁ λόγος…

Καί ἡ μητέρα ἦταν τό «ἀσθενές φῦλο», ἦταν τό κορίτσι τοῦ σπιτιοῦ, ἦταν –στήν οὐσία– ἐκείνη πού ἀνελάμβανε τήν τεράστια εὐθύνη τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν, τήν καθαριότητα καί τήν φροντίδα τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας. Μᾶς ἔχει ὅλους καλοπλυμένους καί καλοσιδερωνένους, ἐπαιρόταν ὁ σύζυγος, πού τίς Κυριακές εὕρισκε τό ὁλοκάθαρο καί κολλαρισμένο λευκό ὑποκάμισο καί τό καλοσιδερωμένο μέ τό σιδερόπανο κοστοῦμι. Πῶς νά μήν ἔχει ἡ μητέρα τήν δική της Γιορτή καί πῶς ὁ ἄνδρας νά μήν ἀδιαφορεῖ γιά τό ἄν ὑπῆρχε ἤ ὄχι ἡμέρα τοῦ πατέρα;

Σήμερα, ὅμως, ἀλλάζουν τά κόζια, πού λένε οἱ ναυτέλληνες. Σήμερα ἡ γυναῖκα εἶναι ἀπολύτως ἴση, οἱ εὐκαιρίες σχεδόν οἱ ἴδιες καί ἡ οἰκογένεια τείνει νά ἀλλάξει, καθώς οἱ ἱερές –μέχρι πρό τινος– ἔννοιες μητέρα καί πατέρας τίθενται ὑπό ἀμφισβήτηση στό πλαίσιο μιᾶς σύγχρονης νέας πραγματικότητας, πού θέλει νά ὑπάρχουν οἰκογένειες μέ δύο μπαμπᾶδες ἤ δύο μαμάδες. Ἐξ οὗ καί ἡ φούρια γιά χωριστές Ἡμέρες καί Γιορτές. Ἄς ἐλπίζουμε ὅτι εἶναι ἁπλῶς μόδα…

#np2023 #pdm2882

Μοιράστε το άρθρο

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Μετάβαση στο περιεχόμενο