Οι αυτοδιοικητικές εκλογές στη χώρα μας έχουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες και οι τάσεις τους δεν ευθυγραμμίζονται απόλυτα με εκείνες του κεντρικού πολιτικού ανταγωνισμού.
Η αυξημένη αποχή τόσο στον Α’ όσο και στο Β΄ γύρο υπογραμμίζει την παραπάνω διαπίστωση καθώς δείχνει ότι η πλειοψηφία δεν αναγνώρισε σε αυτές τις εκλογές κάποιο μείζον πολιτικό διακύβευμα.
Τα αποτελέσματα ωστόσο του Β´ γύρου οδηγούν σε κάποιες διαπιστώσεις.
Αν ο Α’ γύρος επιβεβαίωσε την συνολική κυριαρχία της ΝΔ, ο Β’ γύρος, με την ήττα κυβερνητικών υποψηφίων σε μια σειρά περιφερειών και την απώλεια του Δήμου Αθηναίων, είναι ένα προειδοποιητικό «καμπανάκι», καθώς αρκετοί ψηφοφόροι έστειλαν ένα μήνυμα δυσαρέσκειας.
Βλέποντας συνολικά το αποτέλεσμα, οι όποιες ενστάσεις κατά της κυβέρνησης απέχουν από το να εξελιχθούν σε ρεύμα αποδοκιμασίας της. Εξ ου και οι περισσότερες απώλειες δεν εκφράστηκαν προς όφελος της αντιπολίτευσης αλλά προς αυτονομημένους υποψηφίους του κεντροδεξιού χώρου. Είναι όμως ξεκάθαρα ένα μήνυμα που πρέπει να αξιολογηθεί.
Η ΝΔ σε αυτές τις εκλογές και ειδικά στο Β’ γύρο φάνηκε να βάζει τον πήχη σε ένα σημείο που εκ των πραγμάτων δεν ήταν εύκολο να πετύχει. Η ΝΔ στις εθνικές εκλογές πήρε 41%, όχι 51%. Σε ένα πολιτικό περιβάλλον που έχει κάπως επιβαρυνθεί από το καλοκαίρι, μια εκλογική αναμέτρηση στην οποία ο νικητής ήθελε +50% έκρυβε κινδύνους. Η δε αίσθηση ότι η κυβέρνηση το «πίεσε» περισσότερο από όσο χρειάζονταν, είναι βέβαιο ότι προκάλεσε αντισυσπειρώσεις.
Το «καμπανάκι» είναι ηχηρό και για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η συνολική του επίδοση ήταν φτωχή. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ούτως ή άλλως αδύναμος στην Αυτοδιοίκηση και θα ήταν άδικο να καταλογιστούν ευθύνες γι’ αυτό στη νέα ηγεσία του. Δεν μπορεί όμως να μην επισημανθεί ότι πήγε σαφώς χειρότερα από το 2019, ενώ η εκλογή νέου αρχηγού φάνηκε να μην του δίνει κάποια ώθηση.
Το ΠΑΣΟΚ, αντιθέτως, έχει κάθε λόγο να αισθάνεται πολύ κερδισμένο από αυτή την αναμέτρηση. Κατέγραψε δυνάμεις πάνω από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενισχύθηκε στα αστικά κέντρα, κέρδισε σε τρεις σημαντικές μάχες (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Θεσσαλία) με δικούς του υποψηφίους.
Δεδομένου ότι τουλάχιστον μέχρι τις ευρωεκλογές θα αναπτύσσεται ένας ανταγωνισμός για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στο χώρο της αντιπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ μπορεί να αισθάνεται ικανοποιημένο ότι μπαίνει σαφώς ενισχυμένο σε αυτό το “μπρα-ντε-φερ”.
Όλα τα παραπάνω, μένει να αποδειχθεί αν θα έχουν εφήμερη ή στρατηγική αξία. Πιθανότερο μοιάζει το πρώτο. Μετά τις ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου ακολουθεί μια περίοδος τριών ετών «καθαρού» πολιτικού χρόνου, έως τις βουλευτικές εκλογές του 2027, οι οποίες θα διεξαχθούν σε συνθήκες και με διακυβεύματα που καμία σχέση δεν θα έχουν με όσα κυριάρχησαν σε αυτές τις εκλογές. Όλοι θα έχουν άλλα ζητήματα να διαχειριστούν.
#np2023 #PDM2882