Η αδιαφορία του Νεοέλληνα τρομάζει. Και αυτό γιατί ο Νεοέλληνας έχει μπει στο ανοιχτό κύκλωμα της χρήσης ενός άψυχου πράγματος. Όλα περνούν μπροστά από τα μάτια του σαν κινηματογραφικό φιλμ (διαχειριστικές ανικανότητες που στοιχίζουν ζωές, όπως στα Τέμπη, εθνικές υποχωρήσεις Ελλάδας – Τουρκίας που πραγματοποιούνται μέσα από μυστικές διπλωματίες, παραλείψεις που αφανίζουν εκτάσεις της χώρας με τις μεγα-πυρκαγιές), γίνονται εικόνες που διαρκούν στο 1/6 του οπτικού νεύρου και μετά σβήνουν. Εξάλλου, όταν πλήττεται από συμφορές, με τα στείρα και αδιαφώτιστα ένστικτά του τις δικαιολογεί ως αμετάκλητες ενός κακού πεπρωμένου.
Έτσι, λοιπόν, με μεγάλη ευκολία υιοθέτησε την κουλτούρα των εκκενώσεων το καλοκαίρι και του εγκλεισμού τον χειμώνα ως άμεσα σχήματα της διάσωσής του. Επαφίεται στον συναγερμό του 112 που λειτουργεί περισσότερο ως παράγγελμα της συλλογικής συμμόρφωσης και ως πολυβολητής φόβου. Το 112 τού θυμίζει ότι μπορεί να επιβιώσει και αυτή τη φορά, αλλά την επόμενη μπορεί να μη σωθεί. Και αυτό γιατί τα συμφέροντα της διαπλοκής δεν επενδύουν στην οχύρωση των πόλεων.
Ο Νεοέλληνας φαίνεται να έχει συνηθίσει τα chords των συμφορών. Αρχικά μουδιάζει στον καναπέ του για κάποια λεπτά της ώρας και στη συνέχεια θα παρκάρει τη συμβιβασμένη ατομικότητά του στην αδράνεια και στα μονοκύτταρα του φόβου του.
Εξάλλου έχει εκπαιδευτεί σε ταχύρρυθμα μαθήματα ψυχολογικοποιημένης κατήχησης από την εποχή των Μνημονίων, έτσι ώστε να θεωρεί την υποταγή του αρετή. Και έχει ασκηθεί στον μονοδογματισμό που τον καλεί να τρέξει λαχανιάζοντας για να συναντήσει τα συστήματα ταξινόμησης. Έχει, επίσης, καταρτιστεί να προσεύχεται στα πολιτικά τοτέμ για να έχει την προστασία τους και μια θέση στη σωφρονιστική αποικία.
Έχει βουλιάξει τόσο πολύ στην αδιαφορία του (η αδιαφορία εκφράζει βία, έλεγε ο Ζαν Μποντριγιάρ), που γρήγορα θα αδιαφορήσει ακόμα και για την ύπαρξή του. Θα προτιμήσει να μη σωθεί (όπως ο Γκάρι Γκιλμάρ, Αμερικανός κακοποιός που απαίτησε ο ίδιος την εφαρμογή της θανατικής του ποινής). Θα επιλέξει να πεθάνει στην απόλυτη σιωπή του. Χωρίς ποτέ να φθάσει να αγγίξει εκείνο που λέει ο Σάμιουελ Μπέκετ: «Να ονειρευτώ και να επαναστατήσω σε μια σιωπή γεμάτη δύναμη».
Αναρωτιέσαι, λοιπόν, πώς να θρηνήσει για ό,τι συμβαίνει, αφού έχει πυροβολήσει τα όνειρά του, αφού έχει σκοτώσει τις ελπίδες του; Πώς να ευαισθητοποιηθεί, αφού είναι θαμώνας της κοινωνικής και ψυχωσικής βαρβαρότητας και υποκλινέστατος δούλος της μικροπρεπούς στενοκεφαλιάς των νέων εποχών; Πώς να κατανοήσει το δράμα, αφού αδιαμαρτύρητα έχει δεχθεί να παραχωρεί κάθε μέρα και ένα κομμάτι από την ελευθερία του και ένα κομμάτι από την αξιοπρέπειά του;
Εξάλλου, τώρα πια ο θρήνος και το δράμα νοούνται ως τηλεοπτικές στιγμές. Χύνονται στη χοάνη του θυμικού ως πικρές μετωνυμίες. Ο Νεοέλληνας δανείζεται ευαισθησίες από φορεμένες ψυχολογίες και πνίγεται σε θνητές φλυαρίες. Γι’ αυτό είναι σε απόλυτο βαθμό αδιαχώριστος εμμέριμνος και ταυτόχρονα αμέριμνος.
Ο Νεοέλληνας είναι εξαρτημένος από τις ερμηνείες των δημοσιογράφων, των πολιτικών, των ειδικών, οι οποίοι ως μοιρολατρικοί αναμεταδότες της κούφιας ζωής μας και με μπόλικο συμπλεγματικό διδακτισμό κάνουν τον πόνο και το δράμα ρηματικές φιγούρες, και ληρολογία, ταυτίζοντας τα γεγονότα και τα αισθήματα με τα είδωλά τους μέσα στον καθρέφτη της μιντιοχαβούζας.
Έτσι ο πόνος και το δράμα γίνονται εσωτερική παρέκκλιση και η ουσία τους διασκορπίζεται στην παρανόηση των παρερμηνευτικών αφηγήσεων. Έτσι όμως τα γεγονότα απολησμονούνται γρήγορα και εξαφανίζονται. Και τα αισθήματα από βροντερά και άγρια αρχικά θα γίνουν και πάλι νεκρές χρονολογίες και κλάσματα πολιτικής αδράνειας.
Οι ευθύνες ακόμα μια φορά θα μπουν στα αερόστατα για να πετάξουν πέρα μακριά, ενώ η υποκρισία και η κουλτούρα της θεατρινίστικης συμπάθειας, στοιχεία της παθολογίας του πραγματικού, θα παρελάσουν αλλοπρόσαλλα και πάλι. Ο ελληνικός λαός πριν από λίγους μήνες έδωσε πλειοψηφία στη Ν.Δ., ας ξέρει λοιπόν ότι θα λουστεί και το ανάβρυσμα της πλειοψηφίας που έδωσε.
#np2023 #PDM2882